ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ


Μια γλώσσα υπάρχει και εξελίσσεται, “ζει” όπως καμιά φορά λέγεται, όταν υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Οι άνθρωποι συμμορφώνονται με τις επιταγές της μητρικής τους γλώσσας, μαθαίνουν να κατανοούν και να περιγράφουν τον κόσμο μέσω αυτής, και ταυτόχρονα την προσαρμόζουν στις επικοινωνιακές τους ανάγκες, διαπροσωπικές, κοινωνικές και επαγγελματικές.

Η έννοια του κράτους – έθνους είναι πρόσφατη σχετικά “κατάκτηση” των ανθρώπινων κοινωνιών, προϊόν κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών που δεν ξεκίνησαν ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη. Η “εθνική γλώσσα” μοιάζει να παρέχει τον απαραίτητο όσο και αυτονόητο συνδετικό ιστό μεταξύ κατοίκων ακόμα και απομακρυσμένων περιοχών μιας κρατικής οντότητας. Δεν είναι, ωστόσο, παρά ένα ιδεολόγημα το οποίο φέρει την ανεξίτηλη σφραγίδα της εποχής που πρωτοδιατυπώθηκε.

Στις αρχές του 19ου αιώνα η γλωσσολογία ήταν ακόμα στα σπάργανα. Οι φιλόλογοι της εποχής θεωρούσαν ότι η φυσική κατάσταση μιας γλώσσας είναι η σταθερότητα· εκλάμβαναν τις (αναπόφευκτες, γνωρίζουμε σήμερα) αλλαγές ως λάθη και πάσχιζαν να καταπολεμήσουν τον “αναλφαβητισμό”, όπου ως τέτοιον αντιλαμβάνονταν οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή απόκλιση από την “καθαρή γλώσσα” της πρωτεύουσας και της διοίκησης. Βασικό τους όπλο κατά τη διάρκεια ολόκληρου του 19ου αιώνα αποτέλεσε η κεντρικά ελεγχόμενη παιδεία. Οι σημαντικές επικοινωνιακές τεχνολογίες του εικοστού αιώνα, το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση, έπαιξαν και αυτές με τη σειρά τους σημαντικότατο ρόλο στη διάδοση της (σωστής υποτίθεται) επίσημης εκδοχής της γλώσσας σε βάρος των τοπικών διαλέκτων.

Η εμβέλεια των τεχνολογιών αυτών, ωστόσο, δεν περιορίζεται από εθνικά σύνορα. Η αμηχανία όλων των ομιλητών “μικρότερων” γλωσσών σήμερα απέναντι στην πλημμυρίδα των αγγλικών λέξεων που τους κατακλύζει ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού δεν είναι παρά έκφανση της οδυνηρής συνειδητοποίησης αυτού του δεδομένου. Αναπόφευκτα στάδια στην αλληλουχία των κοινωνικών μεταβολών που ξεκίνησαν στην Ευρώπη πριν από χίλια χρόνια και διαδόθηκαν στον υπόλοιπο κόσμο πριν από διακόσια, όπως η λεγόμενη “παγκοσμιοποίηση”, δείχνουν να έχουν φέρει σήμερα τις μικρότερες γλώσσες στη δεινή θέση που βρέθηκαν τον περασμένο αιώνα οι τοπικές διάλεκτοι. Από τότε, ωστόσο, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα.

Πρώτα από όλα έχουν αλλάξει οι πεποιθήσεις των γλωσσολόγων. Κανείς δεν διανοείται πια στα σοβαρά να ιεραρχήσει τις γλώσσες βάσει της υποτιθέμενης “αξίας” τους.

Κατά δεύτερον, οι γλωσσικές κοινότητες έχουν σήμερα πολύ μεγαλύτερη αίσθηση ταυτότητας, καθώς η γλώσσα τους είναι τις περισσότερες φορές επίσημη γλώσσα κάποιας κρατικής οντότητας. (Αξίζει να επισημανθεί ότι η αίσθηση της ταυτότητας στην οποία αναφερόμαστε εδώ δεν αντλεί -κατ’ ανάγκην- την ισχύ της από την ιστορία. Η περίπτωση της “μακεδονικής” γλώσσας η οποία ομιλείται στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι, ως παράδειγμα, χαρακτηριστική).

Κατά τρίτον, στις διεθνείς σχέσεις έχει θεσμοθετηθεί ένα υπόβαθρο “πολιτικής ορθότητας” που καθιστά δυσκολότερη την επιβολή της γλώσσας ενός μεγάλου κράτους σε αυτές των μικρότερων: μπορεί οι επίσημες γλώσσες του ΟΗΕ να είναι πέντε, όμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζονται έντεκα επίσημες γλώσσες και αυτός ο αριθμός αποκλείεται να μειωθεί.

Η τέταρτη και τελευταία αλλαγή έχει να κάνει με την τεχνολογία. Κάθε προσωπικός υπολογιστής μπορεί σήμερα να “μιλήσει” και να γράψει στις περισσότερες γλώσσες (και τα περισσότερα αλφάβητα) του κόσμου, ενώ το Internet προσφέρει ένα σημαντικότατο βήμα στον ομιλητή οποιασδήποτε μα οποιασδήποτε γλώσσας. Είναι ευκολότερο από ποτέ να αποκτήσει κανείς διαδικτυακή πρόσβαση σε μια μέθοδο εκμάθησης βασκικών, σε μια γραμματική της ουαλικής ή ένα λεξιλόγιο της λαπωνικής. Το μέλλον τέτοιων γλωσσών/διαλέκτων είναι σήμερα περισσότερο ευοίωνο από ποτέ.

ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

  • Τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για “γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου”;
  • Πόσες είναι ακριβώς;
  • Πότε έχουμε να κάνουμε με διαφορετική γλώσσα και πότε με διαφορετική διάλεκτο;
  • Με ποια κριτήρια το αποφασίζουμε;
  • Ποιες από όλες αυτές τις γλώσσες είναι οι σημαντικότερες;

Η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ας πάρουμε το τελευταίο: ποια γλώσσα είναι σημαντική και ποια όχι;

Πέραν των λεγόμενων βασικών γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), οι οποίες θα μπορούσαν, κατά κάποιο τρόπο, να θεωρηθούν σημαντικότερες των άλλων επειδή δύνανται λόγω της σχετικής τους διάδοσης να παίξουν το ρόλο ενδιάμεσου κρίκου μεταξύ ατόμων που δεν γνωρίζουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου, κάθε γλώσσα μπορεί να φανεί εξίσου χρήσιμη -και ως εκ τούτου είναι εξίσου σημαντική- με οποιαδήποτε άλλη.

Και στα υπόλοιπα ερωτήματα, ωστόσο, η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή. Όλη αυτή η συζήτηση περί γλωσσών, επίσημων ή όχι, και διαλέκτων, αποσιωπά το γεγονός ότι η ίδια η έννοια της εθνικής γλώσσας που ομιλείται σε ολόκληρη την επικράτεια ενός κράτους είναι σχετικώς πρόσφατη.

Ξεχνάμε ότι στην Ιταλία, για παράδειγμα, μέχρι πριν από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η τοσκανική διάλεκτος, η διάλεκτος, δηλαδή, πάνω στην οποία έχει βασιστεί η επίσημη γλώσσα του ιταλικού κράτους μετά την ενοποίησή του πριν από περίπου 125 χρόνια, ήταν μητρική γλώσσα του 2% μόλις του πληθυσμού. Όλοι οι υπόλοιποι Ιταλοί μάθαιναν την τοσκανική δεύτερη, μετά τη δική τους, τοπική διάλεκτο, η οποία ήταν κατά περιπτώσεις πολύ διαφορετική από την τοσκανική. Ορισμένες διάλεκτοι, μάλιστα, όπως η σιτσιλιάνικη ή η πιεμοντέζικη, είναι τόσο διαφορετικές ώστε μπορούν, σύμφωνα με ορισμένους γλωσσολόγους, να θεωρηθούν διαφορετικές γλώσσες.

Κάτι παραπλήσιο έγινε και στη Γερμανία. Η επίσημη γερμανική δεν ήταν αρχικά παρά μία από τις διαλέκτους που ομιλούνταν στην περιοχή της σημερινής κεντροανατολικής Γερμανίας (Θουριγγία – Ανω Σαξονία). Διαδόθηκε σταδιακά στην υπόλοιπη χώρα για ποικίλους λόγους (αρκετά σημαντικός εκ των οποίων ήταν η μετάφραση σε αυτήν της Βίβλου από τον Μαρτίνο Λούθηρο στις αρχές του 16ου αιώνα) και θεσμοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα του γερμανικού κράτους μετά την ενοποίησή του, πριν από 130 χρόνια. Μέχρι και κατά τη δεκαετία του 1960 πολλοί Γερμανοί ήταν στην πραγματικότητα δίγλωσσοι: μιλούσαν ως μητρική τη δική τους τοπική διάλεκτο -πολύ διαφορετική, ενίοτε, από τη γλώσσα του Λούθηρου- και μάθαιναν τη δεύτερη στα σχολεία.

Στη Γαλλία η επίσημη γλώσσα ήταν μια διάλεκτος που ομιλούνταν στην περιοχή Ιλ ντε Φρανς, όπου και το Παρίσι. Εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη χώρα για λόγους κυρίως διοικητικούς και δευτερευόντως πολιτιστικούς, και θεσμοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους το 1794, με διάταγμα της Συμβατικής Συνέλευσης της Γαλλικής Επανάστασης που την ενσωμάτωσε ως υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία ολόκληρης της χώρας.

Οι διαδικασίες αυτές έχουν λίγο πολύ ολοκληρωθεί. Η Ευρώπη έχει σήμερα πιο πολλά κράτη από οποτεδήποτε στην ιστορία της και κάθε κράτος από αυτά έχει τη δική του επίσημη γλώσσα (πολλά, μάλιστα, έχουν παραπάνω από μία). Ο γλωσσικός απομονωτισμός μειώνεται συνεχώς. Οι στατιστικές δείχνουν ότι το 44% των Ευρωπαίων μπορεί να συμμετάσχει σε μια συζήτηση σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική του, και το ποσοστό αυτό συνεχώς αυξάνεται. Στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των περισσότερων χωρών της Ευρώπης συμπεριλαμβάνεται πια μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα.

Η Ευρώπη ήταν ανέκαθεν πολύγλωσση. Ήλθε φαίνεται ο καιρός να γίνουν και οι Ευρωπαίοι.

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

  • Ο μισός, σχεδόν, πληθυσμός της Ευρώπης είναι ήδη πολύγλωσσος και, όπως δείχνουν τα πλέον πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, το 44% των Ευρωπαίων πολιτών μπορεί να πάρει μέρος σε μία συζήτηση σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική του.
  • Στο Λουξεμβούργο σχεδόν όλοι μιλούν πάνω από μία γλώσσα σε επίπεδο που να τους επιτρέπεται να αναπτύξουν συζήτηση, ενώ το ίδιο ισχύει και μάλιστα σε ποσοστό 80% για τους κατοίκους των Κάτω Χωρών, της Δανίας και της Σουηδίας. Ειδικά για τις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 91% των μαθητών διδάσκεται αγγλικά, το 34% μαθαίνει γαλλικά, το 15% γερμανικά και το 10% ισπανικά.
  • Είναι φανερό ότι οι Ευρωπαίοι, στην πλειονότητά τους, έχουν ήδη συνειδητοποιήσει τα “αγαθά” και τη χρησιμότητα της πολυγλωσσίας για την προσωπική και επαγγελματική τους εξέλιξη, την αλληλοκατανόηση και τη γνωριμία με άλλους πολιτισμούς στην ίδια τους την ήπειρο.
Please follow and like us: